κεράτσα

κεράτσα
η
1) самодовольная, надменная женщина; 2) сплетница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κεράτσα" в других словарях:

  • κεράτσα — κεράτσα, η και κυράτσα, η γυναίκα φαντασμένη, κουτσομπόλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεράτσα — η βλ. κυράτσα …   Dictionary of Greek

  • κυράτσα — και κυράτζα και κεράτσα, η (Μ κυράτζα και κυράτσα και κεράτσα και κυράκα) κυρά, αρχόντισσα νεοελλ. 1. η γιαγιά, η μάμμη 2. (ιδίως ο τ. κεράτσα) δύστροπη, φλύαρη και κουτσομπόλα γυναίκα μσν. 1. μάννα 2. θεία 3. αγαπημένη, καλή 4. (ως τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • κερατσισιά — η η ιδιότητα τής κυράτσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεράτσα + κατάλ. ισιά, αναλογικά προς τα μεταρρημ. παρ. σε σ ία / σιά τών ρ. σε ίζω (πρβλ. απελπίζω > απελπισία > απελπισιά, ξεμυαλίζω < ξεμυαλισιά)] …   Dictionary of Greek

  • κυράτσα — η 1. κυρά. 2. κεράτσα, γυναίκα σεμνότυφη ή φαντασμένη, γυναίκα δύστροπη ή φλύαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»